ΤΥΦΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ | Page 83

ΤΥΦΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

81

Δεν θα είναι πολλές. Η νύχτα των Ινδιάνων προμηνύεται βαθιά. Ούτε ένα αστέρι ελπίδας δεν λάμπει στον ορίζοντά της. Άνεμοι με φωνή πένθιμη βογκούν από μακριά. Φαίνεται πως η τρομερή Νέμεση κα-ταδιώκει τον ερυθρόδερμο και όπου κι αν πάει θ' ακούει τα βήματα του αδυσώπητου καταστροφέα του να πλησιάζουν.

Και θα ετοιμάζεται να δεχτεί καρτερικά το τέλος του, όπως η πλη-γωμένη ελαφίνα που ακούει να πλησιάζουν τα βήματα του κυνηγού.

Λίγα φεγγάρια ακόμα. Λίγοι χειμώνες, και ούτε ένας από τους απόγονους εκείνων των ισχυρών που κάποτε διέσχιζαν αυτή την μεγάλη χώρα ή ζούσαν σε ευτυχισμένα σπίτια με την προστασία του Μεγάλου Πνεύματος, δεν θα απομείνει για να θρηνεί πάνω από τους τάφους ενός λαού κάποτε πιο ελπιδοφόρου και δυνατού από τον δικό σας.

Αλλά γιατί να θρηνώ εγώ τον πρόωρο χαμό του λαού μου; Η μια φυλή διαδέχεται την άλλη, το ένα έθνος το άλλο, όπως τα κύματα της θάλασσας. Αυτή είναι η φυσική τάξη και η θλίψη είναι άσκοπη. Ίσως η ώρα της πτώσης σας να είναι μακρινή όμως θα φτάσει σίγουρα, γιατί και ο λευκός που ο Θεός του ήρθε και μίλησε μαζί του όπως φίλος σε φίλο, δεν μπορεί να εξαιρεθεί από την κοινή μοίρα. Ίσως τε-λικά να είμαστε αδέρφια. Θα δούμε.

Θα σκεφτούμε την πρότασή σας και όταν αποφασίσουμε θα σας ειδοποιήσουμε. Αν όμως δεχτούμε θέτω εδώ και τώρα αυτόν τον όρο: ότι δεν θα μας αρνηθείτε το δικαίωμα να επισκεπτόμαστε ανενόχ-λητοι όποτε θέλουμε τους τάφους των προγόνων μας, των φίλων και των παιδιών μας.

Κάθε κομμάτι τούτης της γης είναι ιερό στην συνείδηση του λαού μου. Κάθε πλαγιά, κάθε κοιλάδα, κάθε πεδιάδα και συστάδα δέντρων στοιχειώνεται από κάποιο λυπητερό ή χαρούμενο γεγονός ημερών από καιρό χαμένων.

Ακόμα και τα βράχια στην σιωπηλή ακτή, που μοιάζουν νεκρά και βουβά κάτω από τον καυτερό ήλιο δονούνται από την ανάμνηση συγκλονιστικών γεγονότων συνδεδεμένων με την ζωή του λαού μου κι ακόμη κι αυτή η σκόνη που πάνω της πατάτε ανταποκρίνεται με περισσότερη αγάπη στα δικά μας βήματα παρά στα δικά σας γιατί έχει εμπλουτιστεί με την σκόνη των προγόνων μας, και τα γυμνά μας πόδια νιώθουν αυτό το θερμό άγγιγμα.

Οι γενναίοι μας που χάθηκαν, οι αγαπημένες μητέρες, οι χαρούμενες ανέμελες παρθένες, κι ακόμα και τα μικρά παιδιά που έζησαν και χάρηκαν για λίγο εδώ, αγαπάνε πάντα αυτές τις μελαγχολικές ερημιές και το σούρουπο τις γεμίζουν με τις σκιές των πνευμάτων που επιστρέφουν.

Κι όταν ο ερυθρόδερμος χαθεί και η ανάμνηση της φυλής μου θα έχει γίνει ένας μύθος για τον λευκό, αυτές οι ακτές θα πάλλονται από τους αόρατους