ΤΥΦΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ | Page 23

ΤΥΦΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

21

Σαμπάναγα. Δουλεύαμε για να ζήσουμε. Ένα μεροκάματο στα χωράφια, ένα ψωμί, λίγα φασόλια ή τίποτα άλλο.

ΟΤΑΝ πρωτοήρθαμε δεν ξέραμε ελληνικά. Οι ντόπιοι μας κο-ρόιδευαν. Έλεγαν ότι ήρθαμε και στένεψε ο τόπος τους! Ήθελαν να μας σκοτώσουν, γιατί λέγανε ότι τους πήραμε τον τόπο τους. Αυτοί ήταν κακομοίρηδες, Οι άνδρες μαζεύονταν στα καφενεία και όσοι εί-χαν τσιγάρα τα έβαζαν στο τραπέζι να καπνίσουν όλοι. Οι ντόπιοι απορούσαν και ήθελαν να τα πάρουν. Ότι καλό είχαμε φέρει μας το έπαιρναν ή το έκλεβαν. Στη γυναίκα του Αντώναγα πήραν τα χρυσα-φικά και ένα βράδυ δύο ντόπιοι τους τράβηξαν και άρπαξαν, εκεί που κοιμόντουσαν, το πάπλωμα, αλλά τους πρόφτασαν και το πή-ραν πίσω.

Οι ανάγκες ήταν μεγάλες. Γρίπη, φυματίωση, ελονοσία και τραχώμα-τα, βασάνιζαν τους πρόσφυγες. Πολλοί που προσβλήθηκαν από μολυσματικές αρρώστιες δεν πρόλαβαν να φτάσουν και άφησαν την τελευταία τους πνοή στα πλοία και τα λοιμοκαθαρτήρια.

Στην αρχή κάναμε τσαρδάκια (καλύβες) από ξύλα, τενεκέδες και τσουβάλια. Ξυπόλυτοι οι περισσότεροι άρχισαν να φτιάχνουν πα-πούτσια από λάστιχα, πανιά και δέρματα.. Άλλοι ντύθηκαν με σακιά από αλεύρι. Για κατσαρόλες είχαμε κουτιά από κονσέρβες. Ακόμα και στις δουλειές μας δυσκόλευαν και προσπαθούσαμε να κάνουμε δικές μας δουλειές.

Ο άντρας μου, ο Ανδρέας Τζάλας, ήταν δραστήριος. Άνοιξε εργαστή-ριο και έκανε γιαούρτια. Οργάνωσε σε σύλλογο τους πρόσφυγες (Σύλλογος Προσφύγων "Η ΕΝΩΣΙΣ") για να βοηθούν ο ένας τον άλ-λον. Επειδή μας έλεγαν "παιδιά του Βενιζέλου" μας μισούσαν οι αντί-θετοι. Αυτοί που μισούσαν τον Βενιζέλο καλλιεργούσαν το μίσος των ντόπιων εναντίον μας. Το μίσος αυτό πήρε τη μορφή κοινωνικού ρατσισμού και πολλές φορές εκδηλωνόταν με ωμή βία. Το επίθετο "πρόσφυγας" θα λάβει στην κοινή συνείδηση την πιο