ΤΥΦΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ | Page 147

Η απόλυτη μοναξιά

145

Οι δημοσιογράφοι ολοκλήρωσαν τις συνεντεύξεις, οι εκδότες πήραν το τρένο της επιστροφής για τη Ζυρίχη, οι φίλοι με τους οποίους δείπνησα γύρισαν στα σπίτια τους κι εγώ βγαίνω να περπατήσω στη Γενεύη. Η νύχτα είναι πολύ γλυκιά, οι δρόμοι έρημοι, τα μπαρ και τα εστιατόρια γεμάτα ζωή, όλα μοιάζουν απολύτως ήρεμα, σε τάξη, όμορφα και ξαφνικά...

Και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι είμαι εντελώς μόνος. Είναι προφανές ότι φέτος έχω μείνει πολλές φορές μόνος. Είναι προφανές ότι κάπου, σε απόσταση δύο ωρών με το αεροπλάνο, με περιμένει η γυναίκα μου. Είναι προφανές ότι μετά από μια μέρα τόσο γεμάτη όπως η σημερινή τίποτα δεν είναι καλύτερο από μια βόλτα στα σοκάκια και τα στενά της παλιάς πόλης, χωρίς να χρειάζεται να συζητήσω τίποτα και με κανέναν, θαυμάζοντας απλώς την ομορφιά γύρω μου. Μόνο που απόψε, για κάποιον λόγο που δεν γνωρίζω, αυτό το αίσθημα της μοναξιάς είναι εντελώς καταθλιπτικό και βασανιστικό -δεν έχω με ποιον να μοιραστώ την πόλη, τον περίπατο, τα σχόλια που θα ήθελα να κάνω. Φυσικά, στη τσέπη μου έχω ένα κινητό τηλέφωνο κι έναν ικανό αριθμό φίλων εδώ, αλλά πιστεύω ότι είναι πολύ αργά για να τηλεφωνήσω στον οποιονδήποτε. Εξετάζω την πιθανότητα να μπω σε ένα από τα μπαρ, να παραγγείλω κάτι να πιω -είναι σχεδόν σίγουρο ότι κάποιος θα με αναγνωρίσει και θα με προσκαλέσει να καθίσω στο τραπέζι του. Σκέφτομαι όμως ότι έχει σημασία να φτάσω στην αιτία αυτού του κενού, αυτής της αίσθησης ότι κανείς δεν νοιάζεται αν υπάρχουμε ή όχι, κι έτσι συνεχίζω να περπατάω. Βλέπω ένα συντριβάνι και θυμάμαι ότι πέρυσι ήμουν εδώ με μια Ρωσίδα ζωγράφο, η οποία μόλις είχε ολοκληρώσει την εικονογράφηση ενός άρθρου που είχα γράψει για τη Διεθνή Αμνηστία. Εκείνη την ημέρα σχεδόν δεν αλλάξαμε κουβέντα, απλά ακούγαμε τις σταγόνες του νερού και τη μουσική ενός βιολιού που ερχόταν από μακριά. Τόσο εγώ όσο κι εκείνη ήμασταν βυθισμένοι στις σκέψεις μας, αλλά ξέραμε και οι δύο ότι, παρόλο που ήμασταν απόμακροι, δεν ήμασταν μόνοι μας.

3/6/2012