ΠΤΗΣΗ 2015 January 2015 #344 | Page 20

ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ Marina Militare , ITS Cavour

ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ Marina Militare , ITS Cavour

Το « Cavour » είναι το δεύτερο πλοίο με « διαμήκες κατάστρωμα » που ναυπηγεί μεταπολεμικά το Ιταλικό Ναυτικό μετά το « Giuseppe Garibaldi » ( 551 ), αν και στο παρελθόν είχε επίσης επιχειρήσει με μεγάλα ελικοπτεροφόρα καταδρομικά . Στα τέλη της δεκαετίας του 70 οι αποφάσεις του Ιταλικού Ναυτικού για μεγάλες μονάδες επιφανείας περιλάμβαναν και δύο ελικοπτεροφόρα πλοία . Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη την περίοδο με υφιστάμενο νόμο του 1937 η Marina Militare δεν μπορούσε να επιχειρεί με αεροπλάνα , δικαιοδοσία που είχε μόνο η Ιταλική Αεροπορία . Έτσι τα προτεινόμενα πλοία χαρακτηρίζονταν « αεροπλανοφόρα καταδρομικά » ( incrociatore portaeromobili ) και θα περιορίζονταν σε επιχειρήσεις ελικοπτέρων ( πραγματοποιούνταν λόγω … της απουσίας απαγόρευσης , καθώς το 1937 δεν υπήρχε αυτός ο τύπος ιπτάμενων μηχανών ). Σύμφωνα με τον προγραμματισμό , η ναυπήγηση των δύο πλοίων θα γινόταν με διαφορά περίπου δέκα χρόνων αποδίδοντάς τα επιχειρησιακά στα μέσα της δεκαετίας τού 80 και 90 αντίστοιχα . Το πρώτο από αυτά , το « Giuseppe Garibaldi » ( 551 ), ναυπηγήθηκε την περίοδο 1981-1983 και μπήκε σε υπηρεσία τον Σεπτέμβριο του 1985 . Δεν θα επιχειρούσε όμως με αεροπλάνα παρά το 1989 , μετά την αλλαγή του παραπάνω νόμου . Ο προγραμματισμός
Στην πρωραία αυτή άποψη διακρίνεται ο οπλισμός του σκάφους . Το πρόσθιο συγκρότημα των εκτοξευτών Sylver A43 βρίσκεται στο ύψος της ουράς του σταθμευμένου Harrier . όμως για τη ναυπήγηση του δεύτερου πλοίου , υπό το πρίσμα των κοσμοϊστορικών αλλαγών στην Ευρώπη με τη λήξη του ψυχρού πολέμου , καθυστέρησε . Όταν τελικά μπήκε σε νέο χρονοδιάγραμμα , η ηγεσία της Marina Militare , δεδομένων των αναθεωρημένων αναγκών της προχώρησε σε σημαντικές τροποποιήσεις που οδήγησαν τη σχεδίαση περισσότερο προς τα αμερικανικά πλοία αποβατικής κρούσης κλάσης « Wasp » παρά τα βρετανικά « ανθυποβρυχιακά αεροπλανοφόρα » κλάσης « Invincible » στα οποία είχε βασιστεί το « Garibaldi ». Το πρόγραμμα όμως παλινωδούσε στα τέλη της δεκαετίας του 90 προς μια σχεδίαση με καθαρά χαρακτηριστικά αεροπλανοφόρου μαχητικών STOVL , αν και το πλοίο που εγκρίθηκε να ναυπηγηθεί τελικά το 2000 διατηρούσε ορισμένα στοιχεία αποβατικού . Τα τελευταία δεν είναι άμεσα ορατά με εξαίρεση την ύπαρξη μεγάλων καταπελτών στην πρύμνη και τα πλευρά για τη φόρτωση οχημάτων . Εσωτερικά όμως οι διαφορές στη διαρρύθμιση έναντι ενός « καθαρόαιμου » αεροπλανοφόρου είναι πολλές , προσδίδοντας στο « Cavour » τη δυνατότητα πολλαπλών ρόλων . Η ναυπήγησή του ξεκίνησε από τη Fincantieri τον Ιούλιο του 2001 . Κατασκευάστηκε σε δύο τμήματα στα ναυπηγεία Muggiano ( στη Λα Σπέτσια ) και Riva Trigoso ( στο Σέστρι Λεβάντε της Γένοβας ). Με την ολοκλήρωση του οπίσθιου- κεντρικού τμήματος το συγκρότημα ρυμουλκήθηκε στο Muggiano όπου συνενώθηκε με την πλώρη και η καθέλκυση πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2004 . Ο εξοπλισμός του ολοκληρώθηκε το 2006 , ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι μέρος του , όπως τα πυροβόλα 76 / 62 ( ανακατασκευασμένα στο επίπεδο Super Rapido ) και το σύστημα βολής NA-25 Darto-F προήλθαν από το αντιτορπιλικό « Audace » όταν παροπλίστηκε . Ακολούθησαν οι δοκιμές από τις 22 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς , συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης επιχείρησης αεροσκαφών τον Αύγουστο του 2007 . Το « Cavour » εντάχθηκε σε υπηρεσία το 2008 ως νέα ναυαρχίδα του Ιταλικού Ναυτικού , ενώ κηρύχθηκε επιχειρησιακό τον Ιούνιο του 2009 . Το συνολικό κόστος του πλοίου υπολογίζεται ότι έφτασε στα 1,39 δισεκατομμύρια ευρώ συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού , με το αρχικό
20 01 / 2015