Ομορφος κόσμος... | Page 137

137

έξοδά του. Ήταν καλός τεχνίτης και παρά τις αντιδράσεις των ντόπιων κατάφερε να επιβάλλει το προϊόν έτσι ώστε να το τρώει ο κόσμος. Πριν είχε δουλέψει στο τυροκομείο του Βασίλη Χοντρομάρα και μετά στου Γιώργου Γωργίτσα. Επειδή άργησε να έρθει δεν πήρε κλήρο από την αρχή, ούτε άλογο και γεωργικά εργαλεία.

Μαζί με άλλους, μετά από δικαστήριο, τους δόθηκε κλήρος από άλλους, οι οποίοι δεν κατοικούσαν εδώ και αφού πλήρωσαν. Μάλιστα ήταν τόσο δραστήριος που συνέβαλλε στο να οργανωθούν οι πρόσφυγες το 1927 σε σύλλογο με τον τίτλο, «Σύλλογος Προσφύγων Η ΕΝΩΣΙΣ», για ν’ αγωνίζονται προς επίλυση των προβλημάτων τους.

Το οικόπεδο του σπιτιού του ήταν ένας κήπος, μικρός παράδεισος, με κληματαριά, μουριές, ακακίες, ροδιές, κορομηλιές, συκιές, φουντουκιά, τζιτζιφιά, μανταρινιά, πορτοκαλιές, καρυδιές, κυδωνιές, άνθη. Το χωράφι του το μετέτρεψε από αγγιναρότοπο σε κτήμα με σουλτανίνα, κέρινα, φράουλες, οινοστάφυλα, οπωροφόρα δέντρα, με αγροικία που είχε όλες τις προϋποθέσεις μιας σκληρής μεν γλυκιάς δε διαβίωσης. Παρήγαγε σουσάμια, ρεβίθια, όσπρια και γενικά καρπούς που εδώ δεν ήξεραν ούτε να χρησιμοποιούν. Όλα μετά από σκληρή δουλειά.

Την τελευταία του γυναίκα, την Παναγιώτα Καραογλάνογλου [1897-1982] Καραμιχαηλίδου, τη γνώρισε αρχικά στα Σαμπάναγα [Αγία Μαύρα] όπου είχαν μεταφερθεί και δούλευαν εκεί σαν σκλάβες. Εκεί η Παναγιώτα είχε βρει ένα τσουβάλι με άχυρα για να κοιμάται, ένα κουτάλι, ένα πιρούνι, και γνώρισε τον πατέρα μου που τον παντρεύτηκε μετά από χρόνια. Όταν την έφερε ο πατέρας μου είπε, «από εδώ η μαμά σας που ήταν έξω και ήρθε». Δεν μου είπε ότι δεν ήταν η μητέρα μου. Είχε μια φωτογραφία της μητέρας μου μικρή, την μεγέθυνε και την έβαλε στο μαγαζί.

Ρώτησε η Παναγιώτα: «Ποια είναι αυτή Ανδρίκο;» και της είπε

κρυφά: «Μην μιλήσεις, έτσι κι έτσι».

Τότε ρώτησα εγώ: «Ποια είναι αυτή μητέρα;», παίρνοντας την απάντηση, «είναι η θεία σου που είναι στη Μακεδονία. Την ξέρεις; Τώρα θα έχει πεθάνει».