Ομορφος κόσμος... | Page 136

136

μωρό στην αγκαλιά.

Μετά από 17 μήνες αιχμαλωσίας και μη ξέροντας που βρίσκεται η οικογένειά του ήρθε στη Μακεδονία ο πατέρας μου. Η κατάστασή του ήταν δραματική. Ότι τσουβάλια έβρισκε στο δρόμο τυλιγόταν, με γενειάδα, με ψείρες και μέσα στη βρώμα. Την αδελφή του Γεωργία που πέθανε στο πλοίο την πέταξαν στη θάλασσα. Είχε πει, «καλύτερα να με φάνε τα ψάρια παρά οι Τούρκοι…».

Στη Μακεδονία βρήκε τον αδελφό του Γιάννη. Τον ρώτησε που είναι η οικογένειά του. «Στη Γαστούνη», είπε ο Γιάννης, «έχουν πάει τα αδέλφια μας, η Σαβώ και ο Ευγένης. Κατέβηκε τότε ο πατέρας μου κάτω με χαρτιά απορίας και βρήκε τα αδέλφια του. Τον ξεψείρισαν, τον καθάρισαν, τον συγύρισαν.

Ρώτησε, «που είναι η οικογένειά μου;».

«Είναι στη Μακεδονία. Θα έρθει, θα έρθει».

Έτσι τον ταλαιπωρούσαν επί ένα μήνα. Μετά από λίγο έμαθε τυχαία σε καφενείο ότι, «η γυναίκα σου πέθανε.

Ρώτησε, «έχω κανένα παιδί στη ζωή;».

«Έχεις την Γεωργία από το πρώτο γάμο και την Μοσχούλα. Το αγοράκι πέθανε και η Ουρανίτσα έχει χαθεί».

«Που χάθηκε;», ρώτησε.

«Οι Τούρκοι την πήραν; Το τουρκέψανε; Το σκοτώσανε; Δεν ξέρουμε».

Τη Γεωργία είχε ο θείος μου στην Πτολεμαΐδα και μένα με είχε με τα δυο μου ξαδέλφια, τον Αριστοτέλη και τον Λευτέρη. Η Γεωργία ήταν παντρεμένη με έναν Γ. Μιχαλόπουλο στην Ποντοκόμη, αλλά στο διάστημα αυτό αρρώστησε σοβαρά από επιληψία. Ο γαμπρός μας είπε ότι δεν μπορεί να την κάνει καλά. «Να την πάτε σε γιατρούς στην Αθήνα, να βοηθήσετε κι εσείς από κει κι εγώ από εδώ μήπως γίνει καλά».

Ο πατέρας μου, που ήρθε πάλι στη Μακεδονία, μας έφερε στην Γαστούνη. Η κατάσταση της Γεωργίας δεν βελτιώθηκε και πέθανε στη Γαστούνη περίπου 40 ετών.

Στην Γαστούνη ο πατέρας μου έδωσε κουράγιο στον εαυτό του και άνοιξε ένα μαγαζί, εργαστήριο γιαούρτης, για να βγάζει τα έξοδά του.