Ανθρώπων Έργα Ιούνιος 2014 | Page 346

Αποσπάσματα βιβλίων Η γειτονιά των ονείρων τσέπης. Μαθηματικός ήταν, μα καθόλου δε του ταίριαζε. Θεολόγος έπρεπε να γίνει ή παπάς. Το χέρι του ήταν πάντα έτοιμο να σταυροκοπηθεί και στο μάθημα τις περισσότερες φορές για το Θεό, τους αγίους, τις εκκλησίες και τους παπάδες μας μιλούσε. Εκείνη τη βραδιά, λοιπόν, ο Βαγγέλης ο ταβερνιάρης, δεν προλάβαινε να φέρνει πιάτα γεμάτα με μεζέδες και κρασί. Ζωσμένος με την αλατζαδένια του ποδιά για να προφυλαχτεί από τις λαδιές της κουζίνας, έκανε τα πάντα να μας ευχαριστήσει. Οι δυο που θα φεύγαμε, θα κάνανε καιρό να ξαναφάμε τα λαχταριστά της θάλασσας, που απείχε τρία μέτρα μόνο από την πόρτα της ταβέρνας του. Τρώγαμε, μιλούσαμε, αστειευόμασταν κι όσο περνούσε η ώρα, αμάθητοι όπως ήμασταν από το κρασί, η κουβέντα άναψε για τα καλά μαζί με τα αίματά μας. Θέμα συζήτησης το θάρρος και η παλι καριά. Ο Κώστας αμφισβητούσε το Νίκο, ο Νίκος το Μιχάλη, ο Μιχάλης εμένα και πάει λέγοντας. - Πας, βρε, τέτοια ώρα στο νεκροταφείο, να αποδείξεις την αντρειοσύνη σου; Με ρώτησε κάποια στιγμή ο Χρήστος, αμφισβητώντας τα όσα έλεγα. - Και το ρωτάς; Τώρα πηγαίνω αν θέλετε, απάντησα θαρρετά, θέλοντας να αποδείξω την αφοβιά μου. - Και πού θα ξέρουμε εμείς ότι πήγες, ρε Λάκη; Νομίζεις πως θα έρθουμε νυχτιάτικα ξωπίσω σου; - Πίνετε εσείς κι εγώ θα πάω. - Κι εμείς πού θα το ξέρουμε; - Για απόδειξη, θα φέρω από το κοιμητήρι μια κασόνα με κόκαλα. Τότε μη με πιστεύετε. Πήγα. Μα σαν έφτασα έξω από τη μεγάλη καγκελόπορτα, η θρηνητική φωνή μιας κουκουβάγιας με σταμάτησε και με ξύπνησε από την αταραξία μου. Τότε μόνο κατάλαβα τι πήγαινα να κάνω ολομόναχος όταν μάλιστα δεν είχανε περάσει δυο μέρες από τότε που κουκουλώσανε κάποιον πεθαμένο. Αν είχε βρικολακιάσει και μου όρμαγε; Κρύος ιδρώτας μ’ έπιασε και άρχισα να τρέμω αλλά να γυρίσω πίσω ούτε συζήτηση. Άνοιξα την καγκελόπορτα, που έτριξε ανατριχιαστικά, και προχωρώντας βιαστικά ανάμεσα στους τάφους με τα φωτισμένα καντηλάκια, κατευθύνθηκα προς το ξωκλήσι όπου φύλαγαν τα κασόνια. Πήρα μια βαθιά ανάσα κι έσπρωξα την κλειστή ξύλινη πόρτα. Απέναντι, το αμυδρό φως των καντηλιών, που τρεμόπαιζε μπροστά στο τέμπλο, φώτιζε τα αυστηρά πρόσωπα του Χριστού, της Παναγίας και των άλλων αγίων και με τρομάζανε. Κάποια στιγμή μάλιστα μου φάνηκε πως σάλεψε ο ΑϊΔημήτρης καβάλα στο άλογό του. Ανοιγόκλεισα 346 | Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 5 | Ιούνιος 2014 Ιούνιος 2014 | Τεύχος 5 | Ανθρώπων Έργα | 347