Ανθρώπων Έργα Απρίλιος 2015 | Page 310

Ταξιδιωτικός προορισμός... και τόσο μεγάλο το νησί, παρ’ όλα αυτά έχει πολλά να δει κανείς. Ενθουσιασμένη με τις επιλογές μου και μάλιστα κάνοντας αρκετή οικονομία με τις λύσεις που μου έδωσε το διαδίκτυο, δεν έμενε παρά να περιμένω να το ανακοινώσω στον σύζυγό μου, ο οποίος μόλις το άκουσε χάρηκε πάρα πολύ! Η αλήθεια ήταν, ότι περάσαμε ένα δύσκολο χειμώνα και αυτές τις διακοπές τις είχαμε και οι δύο μεγάλη ανάγκη. Ατελείωτες ώρες δουλειάς, ταξίδια εκτός πόλης αρκετά κουραστικά, καθημερινά προβλήματα που συνεχώς αναζητούσαν λύσεις, όλα αυτά μαζί, όχι απλώς έκαναν τις μπαταρίες μας να πέσουν, αλλά είχαν κάψει σχεδόν κάθε εγκεφαλικό μας κύτταρο και η ανάγκη να κλείσουμε τους διακόπτες, ήταν άμεση! Δεν άργησε λοιπόν, να έρθει η μέρα ή καλύτερα η νύχτα της αναχώρησής μας. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, μέσα από το τρένο που ξεκίνησε, αποχαιρέτισα την πόλη μου, τη Θεσσαλονίκη. Μόλις τα φώτα τις πόλης χάθηκαν, πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω, έκανα όμως και μερικά διαλείμματα για να ξεπιαστώ κάνοντας βόλτες μέχρι το βαγόνι του κυλικείου για να προμηθευτώ καφέδες και σνακ. Για ύπνο ούτε λόγος. Πάντα μ’ άρεσε να ταξιδεύω νύχτα, ακόμα και όταν χρειάστηκε να οδηγώ εγώ το αυτοκίνητο, κυρίως όμως 310 | Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 6 | Απρίλιος 2015 γράφει η Δήμητρα Τράκα για να φτάνω εγκαίρως στον προορισμό μου, αλλά και από τη λαχτάρα μου για το καινούργιο ταξίδι! Κι έτσι δεν κατάλαβα καν πώς πέρασαν οι ώρες. Στο λιμάνι του Πειραιά, φτάσαμε γύρω στις επτά το πρωί. Μετά από μερικά λεπτά, το πλοίο ξεκίνησε κι εγώ γαντζώθηκα στα κάγκελα του καταστρώματος της πλώρης, αφήνοντας τον θαλασσινό αέρα να μπερδεύει εκνευριστικά τα μαλλιά μου, τον καπνό του τσιγάρου μου να διαλύεται από τις στάλες του νερού, τον παγωμένο πρώτο καφέ της ημέρας να δροσίζει το λαιμό μου, ένα χέρι να με κρατά αγκαλιά από τους ώμους και μια φωνή μου ψιθύρισε λίγες λέξεις. «Ακόμα και ο Ποσειδώνας θα σε ζήλευε αυτή την ώρα. Αν κοιτάξει κανείς τα μάτια σου, θα καταλάβει ότι μπορείς να διαφεντέψεις τη θάλασσα και την κάνεις να σε υπακούσει. Έτσι όπως την κοιτάς, είναι σα να δαμάζεις τα κύματα και τους ανέμους για να κυλήσει όσο πιο ήρεμο γίνεται το ταξίδι μας» μου είπε. Γύρισα και τον κοίταξα. Τα χείλη του ακούμπησαν το μέτωπό μου. Από την πρώτη μέρα που με γνώρισε, είχε καταλάβει τη μεγάλη αγάπη μου για τη θάλασσα και πολλές φορές ως τώρα, όταν με έχανε, ήξερε πολύ καλά πού θα με βρει όταν θέλω να απομονωθώ. Λίγο έξω από την πόλη μου, σε μια ερημική παραλία. Εκεί στο δικό μου «άβατο». Εκεί όπου μοιραζόμουν τα πάντα. Εκεί όπου Απρίλιος 2015 | Τεύχος 6 | Ανθρώπων Έργα | 311