Ανθρώπων Έργα Απρίλιος 2015 | Page 296

Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους Ένα δειλό κουδούνισμα ακούστηκε στην πόρτα. - Ποιος να ‘ναι τέτοιαν ώρα; αναρωτήθηκε η Λένη. Όσοι ήταν να μας χαιρετίσουν, πέρασαν. Τι να συμβαίνει; - Θ’ ανοίξω εγώ, είπε ο Γιωργής. Κάτι μου λέει πως πρέπει ν’ ανοίξω εγώ... Τα μάτια του δεν πίστευαν αυτό που αντίκρισε. - Εσείς; Τι ζητάτε εδώ μια τέτοιαν ώρα; Αρκετό κακό δεν κάνατε; Τι θέλετε; Η Σμαρούλα κι η Κατινιώ στεκόντουσαν διστακτικές στο κατώφλι. Με απλά μαύρα ρούχα και θολό δέρμα, με ανέκφραστο πρόσωπο και κουρασμένα μάτια κοιτούσαν αμίλητες τον αδελφό τους. Τα νιάτα, η ομορφιά κι ο ενθουσιασμός τις είχαν εγκαταλείψει. Η υπεροψία κι η ακαταδεξία είχαν πάρει δρόμο γι’ αλλού. Ήταν ακόμη καλοστεκούμενες και απ’ τα λίγα που φορούσαν φαινόταν πως η τύχη δεν τις είχε εγκαταλείψει, όμως στα σίγουρα υπήρχε κάποιο σαράκι που τους κατέτρωγε τα σωθικά. - Μας συγχωρείς, Γιωργή. Δεν το μάθαμε εγκαίρως. Δεν προλαβαίναμε την κηδεία. Σκεφτήκαμε πως δεν θα ήταν παράλογο αν ζητούσαμε να δούμε τη μάνα... Ο Γιωργής δεν έκανε καμία κίνηση να τις αφήσει να περάσουν μέσα. Έβλεπε ευχαριστημένος την κατάρρευση του μεγαλείου και αναγνώριζε την προβλεψιμότητα των λόγων του. Όλα είχαν γίνει όπως τα περίμενε. Είχαν βγάλει χρήματα, ναι, είχαν κάνει και τη μεγάλη ζωή για κάποια φεγγάρια. Δεν έβλεπε όμως καμία ευτυχία να διαγράφεται στα μάτια τους. Τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή να πάρει το αίμα του πίσω. Όμως δεν ήταν τέτοιος τύπος ο Γιωργής, η εκδίκηση δεν ήταν στο δικό του χαρακτήρα. Για μια στιγμή δίστασε, ένιωσε να κάμπτεται η αντίστασή του. Στο κάτω κάτω ήταν αδελφές του. Όμως πάλι, όχι. Αρκετά είχαν συμβεί. Η μάνα δεν έπρεπε να πληγωθεί ξανά. Όχι τώρα. Όχι έτσι. Το πλήγμα της απώλειας του πατέρα ήταν ήδη μεγάλο. Δεν έπρεπε να ταραχτεί άλλο. - Τώρα τη σκεφτήκατε τη μητέρα; Πώς αυτό; Δεν είχατε καμιά δεξίωση απόψε να πάτε κι είπατε να ‘ρθετε κι από δω να