Ανθρώπων Έργα Απρίλιος 2015 | Page 282

Άννα Βασιλειάδη-Δαρδάλη Και η τύχη βοηθάει τους άχρηστους τη σοφία της Μαργώς, την τιμιότητα του Αργύρη, το πείσμα και την αποφασιστικότητα του Γιωργή, και να συνεχίσει να ζει με την αγάπη και την προστασία του Κωστή. Αν αυτό δεν ήταν τύχη, τότε τι ήταν; Λίγο καιρό ακόμα... λίγο ακόμα καιρό και η ευτυχία της θα ολοκληρωνόταν. Σύντομα, από το ίδιο εκείνο λιμάνι, θ’ αποχαιρετούσε και τον Κωστή και, πριν καλά καλά το καταλάβει, θα βρισκόταν στο σπίτι της, στο ιατρε ίο της, μια κυρία παντρεμένη και πολυάσχολη. πολύ ευτυχισμένος. Τόσα χρόνια αγωνιζόταν ν’ αντέξει τον πόνο, τις δυσκολίες, την προσπάθεια, ν’ αντισταθεί στο κακό. Μα τώρα πια ερχόταν η ανταμοιβή του. Λίγο ακόμα μόνο... Λίγο ακόμα για να δει και το κοριτσάκι του τακτοποιημένο. Η καρδιά φούσκωσε από ευφορία, η ψυχή ξανάνιωνε, το κορμί έμοιαζε τόσο στιβαρό. Λίγο ακόμα μόνο... Λίγο ακόμα να τη συνοδεύσει νυφούλα. Το χαμόγελο ζωγράφιζε το κουρασμένο πρόσωπο και το ‘κανε πιο απαλό, τα ροζιασμένα χέρια άρπαζαν με πρωτόγνωρη ευκαμψία την καλοστημένη σκαλωσιά. Λίγο ακόμα μόνο... Λίγο ακόμα και με την πρώτη σύνταξη θα πάρει στη Μαργώ του μια τουαλέτα βραδινή που θα θαμπώσουν τα μάτια της για καιρό. Η χαρά φούντωνε και ξεχείλιζε. Τα πόδια πετούσαν ευκίνητα σαν του αγγελιοφόρου των θεών Ερμή. Λίγο ακόμα μόνο... Λίγο ακόμα και να έφτιαχνε μόνος με τα χέρια του την κούνια του πρώτου της παιδιού στολισμένη με τα καλύτερα σκαλίσματα. Η ύπαρξη αλάφρωνε και τα προβλήματα φαινόντουσαν πολύ μακρινά, σαν ανύπαρκτα, σαν να μην ήταν ποτέ δικά του. Η ζωή φάνταζε ένα υπέροχο παραμύθι με βασιλιάδες και πριγκίπισσες κι έναν γενναίο πειρατή, κι αυτά ήταν τα δικά του τα παιδιά. Λίγο ακόμα μόνο... Λίγο ακόμη να κανακέψει τ’ αγγόνια από το Γιωργή και το Λενιώ στα μαραμένα γόνατά του, να δει την καινούργια ζωή. Το σώμα πετούσε, το πάτημα γινόταν αλαφρύ. Σύντομα, πολύ σύντομα... σκεφτόταν ο Αργύρης. Λίγος καιρός ακόμη... λίγος ακόμη καιρός και θα ‘βγαινε η σύνταξη. Και μετά, θα φχαριστιόταν για λίγο ακόμη το κοριτσάκι του στο σπίτι μέχρι να γυρίσει ο Κωστής φορτωμένος λεφτά, για να το καμαρώσει μια μικρή κυρία στο σπιτικό της, γιατρίνα στο ιατρείο της και, ήλπιζε λίγο ακόμη, με φουσκωμένη κοιλίτσα. Σ’ ευχαριστώ, Θε μου, έλεγε και ξανάλεγε ευχαριστημένος. Χαλάλι οι στερήσεις, χαλάλι και οι κόποι μου. Χαλάλι τόσος πόνος που ένιωσα σ’ αυτή τη ζωή, έχω να σκορπίσω και στην άλλη. Αλλά τίποτα πια δε μετράει. Όλα ξεχασμένα και καλά καμωμένα, αφού μ’ αξιώνεις να δω τα παιδάκια μου τα πιο αγαπημένα, τακτοποιημένα κι ευτυχή. Σ’ ευχαριστώ Θέ μου. Σ’ ευχαριστώ ξανά και ξανά. Ήτανε πια αρκετά γερασμένος και κουρασμένος. Είχε γίνει ιδιαίτερα ευαίσθητος κι ευσυγκίνητος, μα και πολύ 282 | Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 6 | Απρίλιος 2015 Απρίλιος 2015 | Τεύχος 6 | Ανθρώπων Έργα | 283