Ανθρώπων Έργα Απρίλιος 2015 | Page 272

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα Χλώμιασε. Η ματιά του γύρισε μέσα στην ταβέρνα σαν ακτίνα φάρου, η γάτα έλειπε, μα τον άφησε να συνεχίσει, για να ξαλαφρώσει. – …ξανάρθε το μεσημέρι και μου το πήρε, την αγάπη μου, που... Ο Μάρκος συνέχιζε το σπαραξικάρδιο μονόλογό του, μα ο Άϊκον δεν τον άκουγε πια. Θυμήθηκε τη σκηνή του μεσημεριού στο Σύνταγμα. «Ώστε αυτή η παράξενη γυναικεία φιγούρα που μου γύρισε την πλάτη, ήταν η Αλκμήνη», αναλογίστηκε. Άδειασε ως τον πάτο το μισόγεμο ποτήρι του και το ξαναγέμισε. Χιλιάδες σκέψεις σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας περνούσαν από το μυαλό του, το παρελθόν γινόταν μέλλον και το παρόν το χθες, μια άνυνδρη, χέρσα και ξεριζωμένη ανάμνηση φτερούγιζε και κάλπαζε μέσ’ στην καρδιά του, ήθελε να ρωτήσει τον κάπελα, αν γνωρίζει που μένει, ή κάποια άλλη χρήσιμη πληροφορία γι’ αυτήν, μα ένας σφικτός και τραχύς κόμπος του έκλεινε το λαιμό. Ήπιε μονόσμπαρα και τούτο το ποτήρι κι έκανε νόημα του Μάρκου, που από ώρα τώρα είχε σταματήσει το μοιρολόι του και τον κοιτούσε αποχαυνωμένος, να γεμίσει την άδεια καράφα. – Να σου φέρω και το φάκελο, του είπε και χάθηκε μέσα στην κουζίνα. Το λάδι θα είχε πια ανάψει. Ένας φάκελος ήταν η αιτία, που είχε έρθει στην Αθήνα, ποιο φάκελο του στέλνουνε πάλι και ποιος ήταν αυτός, που ήξερε, πως θα ερχόταν σήμερα στο ταβερνείο του Μάρκου. Μπορεί να είναι και το ίδιο πρόσωπο, που τον έστειλε στο παγκόσμιο συνέδριο των ολογραμμάτων. Μισούσε το παρελθόν του, τώρα άρχισε να μισεί και το παρόν. – Άργησες, είπε, σαν άφηνε ο Μάρκος το φάκελο δίπλα από το άδειο του ποτήρι. – Έβαζα τους μεζέδες, δικαιολογήθηκε ο ταβερνιάρης και του γέμισε το αδειανό περιμένοντας εναγωνίως να του πει τα νέα. Ο Άϊκον άδειασε ξανά το ποτήρι του και αμίλητος άνοιξε το φάκελο με τρεμάμενα και ιδρωμένα χέρια. Βρήκε μέσα ένα τσακισμένο χαρτί στα τέσσερα κι ενδιάμεσα μία φωτογραφία, που έδειχνε κάποιον να ταΐζει περιστέρια μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Ξεδίπλωσε το χαρτί και διάβασε με αγωνία: