Ανθρώπων Έργα Απρίλιος 2015 | Page 266

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα κούρσευε απόψε και θα γίνονταν σκλάβα κάτω από το γυαλιστερό σπαθί του. Έπινε όρθιος κοντά στο τζάκι και η ματιά του γυρνούσε διαρκώς σα φάρος, όταν ξαφνικά σβήσανε τα φώτα. – Διακοπή, είναι διακοπή, ακούστηκε από το βάθος της σάλας μία νευρώδης και σφριγηλή φωνή. Και πριν πάψει να φωνάζει, τα φώτα άρχισαν σιγά–σιγά να ξανάβουν. Παρατήρησε τότε, πως δεν ήταν μόνος του. Στην αγκαλιά του σπαθιού του είχε λουφάξει μια θηλυκή, αιθέρια κι αέρινη ύπαρξη ντυμένη με μια ασπρόμαυρη στολή γατούλας. – Νιάου, του είπε, όταν συνήλθε από την έκπληξη. Όλο το βράδυ χόρευε ο πειρατής με τη γατούλα, χωρίς όμως να μπορέσει να μάθει –παρά την έντονη κι επίμονη προσπάθειά του– το όνομά της. Είχε ξημερώσει πια, η σάλα άδειαζε και η γατούλα – κουρασμένη, αλλά χαρούμενη από τούτη την αποκριάτικη μασκαρεμένη νύχτα– καλημέρισε τον πειρατή της με ένα παρατεταμένο νιαούρισμα. Προτού χωρίσουν, της είπε. – Αν ποτέ επιθυμήσεις τα πλούτη ενός πειρατή, τηλεφώνησέ μου και της έδωσε την κάρτα του. Τον φίλησε στο στόμα και πριν χαθεί μέσα στον κουρνιαχτό του δρόμου, του είπε. – Με λένε Αλκμήνη. Τα μάτια του είχαν βαρύνει κι ο πρωινός ήλιος διόλου ενοχλούσε το Μορφέα να κατασκηνώσει στα βλέφαρα του Άϊκον. Τον ξύπνησε η αφύπνιση του ξενοδοχείου. Οι εργασίες της πρώτης ημέρας του συνεδρίου του φάνηκαν ανούσιες έως και αδιάφορες. O νους του γύριζε συνεχώς στην αυριανή επικείμενη –σύμφωνα με το πρόγραμμα και το ανώνυμο σημείωμα– συνάντηση με το δημιουργό του. Τι ήταν αυτό, που τον ώθησε να τον κατασκευάσει και σε τι απέβλεπε με τούτη δω την κίνησή του; Γιατί δεν ήθελε να συναντηθεί με το δημιούργημά του –σύμφωνα με τις προδιαγραφές της δημιουργίας του– και τι ήταν αυτό, που ίσως του έκρυβε επιμελώς; Το συνέδριο κυλούσε αργά και βασανιστικά γι’ αυτόν και προσπαθώντας να βρει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, το μόνο που κατάφερε ήταν να ζαλιστεί και βγήκε για λίγο έξω, για να αναπνεύσει φρέσκο και καθαρό αέρα και να νοιώσει κάπως καλύτερα. Ήταν και τα χθεσινά γεγονότα της «Εσπερινής» και της Αλκμήνης, που τον είχαν συνταράξει. Ποτέ του δε θα μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια απροσδόκητη και περίεργη εξέλιξη, εξέλιξη που θα τον έφερνε και πάλι πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν, που γνώριζε κάποτε κι ένοιωσε, πως βρήκε το δεύτερό του εαυτό και για χάρη του στερήθηκε την ηδονή της σάρκας αυτής, που αγάπησε και –περιέργως πως– μ’ εκείνον, που του έδωσε 266 | Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 6 | Απρίλιος 2015 Απρίλιος 2015 | Τεύχος 6 | Ανθρώπων Έργα | 267