Ανθρώπων Έργα Απρίλιος 2015 | Page 264

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα γέμισε και το δικό του το ποτήρι. – Πρώτη φορά έρχομαι και, όπως είπες πριν από λίγο, συστημένος, του απάντησε κάπως ενοχλημένος. Ο γάτος ξανανιαούρισε. – Τον έχεις χρόνια; τον ρώτησε περιμένοντας η απάντησή του να είναι αρνητική και θέλοντας έτσι να αλλάξει και το θέμα της συζήτησης μαζί του. Ο Μάρκος τσούγκρισε τα ποτήρια τους και του είπε με μια πικρή και υποβόσκουσα μελαγχολία. – Πριν δέκα χρόνια είχε έρθει εδώ για φαγητό μια ελληνοαμερικάνα συστημένη κι αυτή όπως κι εσύ από το Βάγγο. Φεύγοντας όμως ξέχασε εδώ τούτο το γατί, που τότε ήτανε μικράκι. Το κράτησα, με την ελπίδα πως θα γυρνούσε να το πάρει, μα που· ακόμα την περιμένω. Είχε να δεις και ένα περίεργο όνομα και για να μην την ξεχάσω, βάφτισα έτσι το γατί της. Θέλησε τότε να τον ρωτήσει, ποιο ήτανε το όνομά του, μα πριν προλάβει, ο Μάρκος μονολόγησε: – Ακούς εκεί όνομα Αλκμήνη! O Άϊκον ξεροκατάπιε το σάλιο του κι έβρεξε τα χείλη του με το κρασί του Μάρκου. Του φάνηκε να είναι πικρό σαν κώνειο, μα το άκουσμα του γυναικείου ονόματος τον μέθυσε σαν αγιορείτικο κρασί και η λαχτάρα του γι’ αυτήν φούντωσε σαν τρικυμιασμένο κύμα. Το τραγούδι του γάτου γαλήνεψε κάπως την ψυχή του και τα χείλη του πλανήθηκαν πάνω στο ποτήρι, σα να φιλούσε τα κερασένια και παρθένα χείλη της, που ποτέ ως τώρα δεν είχε καν γευτεί. Η ματιά του ταξίδευε σα μοναχικό πλοίο στον απέραντο ωκεανό και οι γκρίζες ανταύγειες των κυματισμών της παιχνίδιζαν και ακροβατούσαν σαν όνειρο, που είχε δει κάποτε και δε μπορούσε να το εξηγήσει. O ταβερνιάρης τον κοιτούσε χαϊλωμένος. – Πάω να φέρω τους μεζέδες, είπε ξαφνικά και έφυγε μαζί με την ποδιά του. Το γραμμόφωνο έπαιζε το ίδιο –όπως και τότε που τα τσούγκρισε με το συνέταιρό του– τραγούδι, ένα πονεμένο βαλσάκι μιας άλλης νοσταλγικής εποχής. Το νιαούρισμα της Αλκμήνης βρήκε τον Άϊκον στα σκαλιά του καπηλειού και τη φωνή του κάπελα να βρίζει. Η νύχτα ήταν εφιαλτική, ο Άϊκον στριφογύριζε στο κρεβάτι του δίχως να μπορεί να κλείσει τα μάτια του. Τα φώτα του δρόμου έμπαιναν απρόσκλητα μέσα από το παράθυρό του και φώτιζαν το παρελθόν, που τόσο ήθελε να ξεχάσει. Ήρθε στο νου του εκείνο το λαμπερό και