Ανθρώπων Έργα Απρίλιος 2015 | Page 164

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα προσπαθεί να τον υπερβεί. Κάποτε η μητέρα μου, μου είχε πει χαμογελώντας αυτάρεσκα:” Ο χρόνος είναι ένα κατασκεύασμα των ανθρώπων για να μην τρελαθούν από τις σβούρες που φέρνει η Γη γύρω από τον Ήλιο, για να μην πιστέψουν δεισιδαιμονίες για την γέννηση και τον θάνατο του φωτός, για να μην προλάβουν να συνειδητοποιήσουν ότι ζουν.” Γιε μου που αχόρταγα πίνεις το γάλα από το στήθος μου σου χαρίζω αυτή την παράξενη κατοικία να στεγάσεις την ψυχή σου. Εκεί κανείς δεν θα υποπτευθεί, κανείς δεν θα ψάξει να την κλέψει μέσα από ένα ρολόι, όλοι το μισούν έτσι που τρέχει. Εσύ όμως θα μάθεις να το αγαπάς. Γιατί το δικό σου ρολόι δεν τρέχει, έπαψε από τότε που γεννήθηκες.” Το μικρό αγόρι χορτασμένο πια γούρλωσε τα μάτια του και κοίταξε παραξενεμένο την μητέρα του. Εκείνη έντυσε τον γυμνό μαστό και κράτησε το μωρό της όρθιο στην αγκαλιά της μέχρι να χωνέψει, γνωρίζοντας πως μπορεί οι λέξεις της να μην σήμαιναν τίποτε τώρα αλλά το νόημα του θα ξετυλιγόταν αναπόφευκτα αργότερα. Ώρα τρεις. Το δεκαπεντάχρονο πια αγόρι στέκεται σιωπηλό μέσα στην βροχή. Όλοι γύρω του κρατούν μαύρες ομπρέλες. Τα δάκρυα στάζουν στα αναψοκοκκινισμένα του μάγουλα και πλέκονται χορευτικά με τις παχιές βρόχινες σταγόνες. Το κεφάλι του στραμμένο στο χώμα, τα ρούχα του μουσκίδι και η ψυχή του στραγγιγμένη από τον πόνο. Έπρεπε να την αφήσει στην παράξενη κατοικία της σήμερα. Σήμερα, μια μέρα μετά τα γενέθλια του, είχε μόλις προωθήσει τον ωροδείκτη στο τρία και τον λεπτοδείκτη στο δώδεκα όταν ο πατέρας του μπήκε εσπευσμένα στο δωμάτιο και απλά τον κοίταξε. Το βλέμμα εκείνο δεν χρειαζόταν καμία λεκτική επένδυση για να μεταβιβάσει το μήνυμα. Είχε έρθει η ώρα να την αποχαιρετήσει, η αρρώστια την έπαιρνε μια για πάντα μακριά του. Η βροχ :