"25th hour" project | Page 677

“25th hour” project Αναστασία Καρούτη | 21.4.2015 Μέναμε σε μια μικρή μονοκατοικία. Έτσι το λέγαμε το δυαράκι μας το ημιυπόγειο στο Κουκάκι. Είχε ένα μικρό κήπο που τον περιποιόσουν εσύ και μια μικρή αποθήκη που είχα κάνει ατελιέ. Όταν πότιζες τα φυτά, εγώ έλεγα ότι θα ζωγραφίσω και πήγαινα στην αποθήκη-εργαστήρι και σε κοιτούσα από το παράθυρο. Σε φωτογράφιζα με την ίδια ευχαρίστηση που θα το έκανε και ένας ηδονοβλεψίας. Ήσουν τόσο απορροφημένος από το κάθε δέντρο και θάμνο που χρειαζόταν νερό που ποτέ δε με είδες να σε κατασκοπεύω. Και όταν τελείωνες, φώναζες να τελειώσω κι εγώ ό,τι έκανα και πήγαινες να στρώσεις το τραπέζι για να φάμε. Εγώ σου έκανα τον δύσκολο, γιατί ήθελα να έρθεις να με αγκαλιάσεις για να με τραβήξεις μακριά από το έργο μου. Έλεγες πάντα «καλά, τόση ώρα μόνο δυο γραμμές τράβηξες;» και εγώ δε σου έλεγα πως είχα ολόκληρο φάκελο με εσένα. Εσύ με ένα τσιγάρο στα χείλη, με το πρόσωπο στραμμένο στον ήλιο, εσύ με μια ομπρέλα να ποτίζεις όταν βρέχει, εσύ με χώμα στα χέρια όταν φύτευες, εσύ χωμένος μέσα στα λουλούδια της βουκαμβίλιας, εσύ με κλαδιά πασχαλιάς στα χέρια. Μύριζα τον λαιμό σου και φιλούσα τον ώμο σου και κρατούσες το πρόσωπό μου στα χέρια σου. Τρώγαμε πάνω σε ένα παλιό πλυντήριο που είχες κάνει γλάστρα και από μέσα του ξεχύνονταν παχύφυτα και κρινάκια. Τρώγαμε πάντα, ό,τι φαγητό και αν είχαμε, από ένα γουόκ. Πίναμε κόκκινο κρασί και στην τελευταία γουλιά, έριχνες λίγο στα δάχτυλά σου, μου έβαφες τα χείλη και με φιλούσες. Ερχόμουν να σε αγκαλιάσω και τύλιγα τα πόδια σου γύρω από τη μέση μου. Σου ψιθύ