"25th hour" project | Page 641

“25th hour” project έτσι. Ποτέ δεν ένιωσα λιγότερος από τη στιγμή που τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Τα μάτια μου δάκρυσαν και ένιωσα να καίγονται. Ταπεινωμένος, κοίταξα αλλού. «Μην παίζεις μαζί του», τον μάλωσε η κοπέλα. Ακόμα και τότε ήταν στοργική. Ήρθε δίπλα μου και φύσηξε απαλά στα βλέφαρα μου. Η ανάσα της ήταν δροσερή. Τα μάτια μου δεν με πονούσαν πια. «Κάθε φορά γίνονται όλο και πιο ευαίσθητοι», αμύνθηκε ο νεαρός. Το γατάκι είχε αρχίσει να παίζει ανάμεσα στα πόδια μου. Η κοπέλα το βρήκε αστείο. Γέλασε. Θα ορκιζόμουν πως ο χρόνος σταμάτησε για λίγο. «Λούνα, άσε τη ρόμπα του κυρίου». Η αναφορά του ονόματος του γατιού με έκανε να θυμηθώ την ερώτηση που έπρεπε να είχα ήδη κάνει. «Με συγχωρείτε… Ποιοι είσαστε;» Η κοπέλα πήρε το γατί στην αγκαλιά της και κάθισε δίπλα στον φίλο της. Δεν έδειχνε πρόθυμη να απαντήσει. Ο νεαρός όμως σηκώθηκε προς το μέρος μου. Ο τρόμος που ένιωσα πριν επανήλθε. Τινάχτηκα από την καρέκλα και έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω. Εκείνος συνέχισε να με πλησιάζει. Άρπαξα ένα κηροπήγιο που βρισκόταν κοντά μου. Δεν φάνηκε να τον ενδιαφέρει. Είχα κολλήσει στον τοίχο. Άρχισα να βήχω. Δεν είχα καμία ελπίδα να υπερισχύσω απέναντι του. Το κηροπήγιο έπεσε από τα χέρια μου και γονάτισα τη στιγμή που άπλωνε το χέρι του προς το μέρος μου. Με άγγιξε στο μέτωπο και η λάμψη που με τρόμαξε πριν, καταβρόχθισε το δωμάτιο. Όταν η όρασή μου επανήλθε βρισκόμασταν αλλού. Διαπερνούσαμε το κρύο κενό του ουρανού. Ουράνια σώματα στροβιλίζονταν γύρω μας. Πλανήτες σε τροχιά γύρω από ξένους ήλιους. Κάθε ανάσα μας μια περιστροφή τους. Και αυτό που είδα μετά, δύσκολο να το εξηγήσω. Ενώ έβλεπα πλανήτες από χώμα και πάγο, ένιωθα πως ήταν ζωντανοί. Πλάσματα που γλιστρούσαν στο κενό, ανήμπορα να ξεφύγουν από την πορεία τους. Μόνοι στη σιωπή του διαστήματος. Εγκλωβισμένοι στους αιθέρες, στα δικά μας άπιαστα όρια. Και στη μέση αυτός. Πιο μόνος από όλους, γιατί τους κοιτούσε. Ή μάλλον όχι. Δεν τους κοιτούσε όλους. Μόνο αυτήν. Την κοπέλα που καθόταν στον καναπέ μου. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά του, της χαμογελούσε. Ένα χαμόγελο τόσο ζεστό που έφερνε ζωή. Την έβλεπα να χαμογελάει και εκείνη και ας μην τον έβλεπε. Ξαφνικά ένιωσα τον πόνο τους. Την απέραντη θλίψη κάθε φορά που χάναν την επαφή τους, την αναμονή να 641