"25th hour" project | Page 636

“25th hour” project Η τραπεζαρία ήταν άδεια. Το μουντό, πράσινο φως στην οροφή, φώτιζε τις τοιχογραφίες με τους αγίους. Γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι, υπήρχαν τα ξύλινα καρεκλάκια των υπόλοιπων μοναχών. Τα κοίταξε και αισθάνθηκε ένοχος, που δεν τα είχε απομακρύνει. Αν και υπερασπιζόταν τη μοναξιά, δεν είχε βρει τη δύναμη να την επιβάλει. Ήταν μόνος του πια. Πέταξε το ύφασμα στο πάτωμα και το τσαλαπάτησε, καθώς κατευθυνόταν προς την θέση του. Έχοντας κατακτήσει την ηγεσία, κάθισε στην καρέκλα στην κορυφή του τραπεζιού και κοίταξε τον άπλετο χώρο μπροστά του. Οι άγιοι τον κάρφωναν με το βλέμμα τους και αισθάνθηκε δέος και συγκίνηση. Ο Θεός του, όμως δεν υπήρχε πουθενά. Ίσως όμως και να υπήρχε παντού. Να τον είχε καταδικάσει άραγε μόνιμα να πληγιάζεται στον χρόνο; Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Πεινούσε. Μπροστά του ήταν ένα άδειο πορσελάνινο πιάτο. Οι ώρες, δεν υπήρχαν και ο δρόμος προς τον Θεό, ήταν τον μόνο που τον έτρεφε, σε έναν κόσμου που είχε πάψει να έχει χρόνο και πίστη. Έπιασε το πιρούνι με τα αδέξια, γερασμένα χέρια του και παραδομένος στην πείνα του, άδειασε το πιάτο. Οι ήχοι του πιρουνιού, επάνω στην πορσελάνη, αντήχησαν στην άδεια τραπεζαρία. Απογοητευμένος, που η μερίδα του, ήταν τόσο μικρή, πέταξε το πιάτο στο πάτωμα, το οποίο θρυμματίστηκε. Είχε πολλά πιάτα. Χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του έσκυψε στο πάτωμα, τράβηξε το ύφασμα της κουρτίνας και το ακούμπησε στο τραπέζι. Με χειρουργική ακρίβεια, άρχισε να κόβει το ύφασμα σε μικρά κομμάτια, με τα οποία μπούκωσε το στόμα του. Πεινούσε πολύ και πλατάγιζε έντονα τα χείλη του, καθώς μασούσε το μαλακό ύφασμα. Το κατάπιε ευχαριστημένος και ετοιμάστηκε να δαγκώσει ακόμη μια μπουκιά, όταν ακούστηκε ένας δυνατός, ρυθμικός, θόρυβος, από το προαύλιο του ναού. Το ρολόι της εκκλησίας. Η 25η ώρα είχε φτάσει. 636