"25th hour" project | Page 624

“25th hour” project Και εκείνος εκεί. Κάθε βράδυ. Αόρατος σε όλους, αθέατος, να εισπράττει τις ανάσες της ζωής, την ομορφιά και την ασχήμια της. Τέταρτη συνεχόμενη νύχτα και κανένας δεν είχε σταθεί στο παγκάκι πλάι του. Ακόμη και όταν όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν διαθέσιμα. Χθες μια νεαρή κοπέλα τράβηξε άκομψα, μάλλον προκλητικά τη φίλη της που τυχαία ακούμπησε στην κουβέρτα του περνώντας ξυστά από μπροστά του. Αυτόματες κινήσεις, φοβικές. Αυτόματες σκέψεις ανθρώπων ταμπελοφόρων… Βγάζουν από την ποικιλία της συλλογής τους την κατάλληλη ταμπέλα και ονοματίζουν το σύμπαν τους… Πριν από λίγο μια κοπέλα ακούμπησε το ραδινό κορμάκι της στο απέναντι παγκάκι. Κύρτωσε τη ράχη και το σώμα είχε ήδη αρχίσει να ταλαντώνεται από τους λυγμούς της… Ο πόνος είναι θέριεμα της νύχτας. Ντύνεται το σκοτάδι και κυκλοφορεί πιωμένος σε πλακόστρωτα και σε παγκάκια… Γύρισε το βλέμμα της και τον κοίταξε… Δεν τόλμησε να του μιλήσει. Σέρνοντας αργά τα βήματά της κατευθύνθηκε στην άκρη του δρόμου, μπήκε στο πρώτο ταξί που συνάντησε και χάθηκε στη χοάνη της νύχτας… Εκείνην κοιτούσε ο Αποστόλης, όταν ένιωσε την παρουσία του δίπλα του. Μια λεπτοκαμωμένη, αποστεωμένη φιγούρα με μια χάρτινη σακούλα συνοδεία. Την κρατούσε με τόση τρυφεράδα που νόμιζες ότι στο παγκάκι δεν κάθονταν δυο ψυχές, αλλά τρεις. Οι δυο τους και η σακούλα. Κοιτούσε τη θάλασσα, τον ορίζοντα και η αναπνοή του ήταν βαριά, ανασαιμιά καημού, ανασαιμιά ταλαιπωρημένου οδοιπόρου. Στάθηκε αρκετή ώρα δίπλα του χωρίς να μιλά. «Άραγε με βλέπει; Ή ζει στη δική του διάσταση, στεγανοποιημένος στις σκέψεις του;» αναρωτήθηκε όλος περιέργεια ο Αποστόλης. Κάποια στιγμή το χέρι ψαχούλεψε το εσωτερικό της σακούλας και έβγαλε με ευλάβεια το περιεχόμενό του. Ένα ξύλινο χειροποίητο καλογυαλισμένο καροτσάκι με χειρολαβές, που μόλις χωρούσε στην παλάμη του. Με τα ακροδάχτυλα περιέτρεξε το περίγραμμά του, σαν χάδι σε ορφάνια. «Είναι μασίφ»… ψέλλισε χαμηλόφωνα. «Ξύλο ελιάς. Πέντε μέρες το σκάλιζα…» Σιώπησε για λίγο… Και σαν να ήθελε να ξεβράσει τη θύελλα που έκρυβε η ψυχή του, έγινε χείμαρρος που βρήκε την κοίτη του στη συντροφιά του 624