"25th hour" project | Page 520

“25th hour” project Ανακουφιστικά άδειο. Μια παρέα Ιταλών μπαίνει και κάθεται σε απόσταση. Νέοι, ξανθοί, ελαφρά ντυμένοι, συγκινητικά ωραίοι, ανέγγιχτοι από τη φθορά. Γελούν, πειράζονται, κουβεντιάζουν. Οι φωνές τους μουσικές, καμπανιστές, μικρές κρυστάλλινες κλωστές να κρεμάσει την αγωνία της. Στον αέρα η δροσερή αύρα της ξεγνοιασιάς, η μυρωδιά του ταξιδιού, η μαγεία του έρωτα. Μια επίγευση ονείρου την ξαναφέρνει στο νησί των παιδικώ ν της χρόνων να σκαρφαλώνει στα πεύκα στην παραλία. Ο ήχος των τζιτζικιών. Η ζέστη. Τα χέρια του με τα λεπτά μακριά δάχτυλα. Τα βλέφαρα βαριά. Βυθίζεται σε μια λυτρωτική νάρκη. - Παρακαλώ κατεβείτε! Ο συρμός έφτασε στο τέρμα. Ο υπάλληλος στην πόρτα κοιτάζει καχύποπτα μια εκείνη και μια τη βαλίτσα. Το πρόσωπό του αόριστα γνώριμο. Εικοστή πέμπτη ώρα. Φουσκώνει το σκοτεινό ποτάμι. Αφρίζουν πάθη, ανομολόγητες επιθυμίες, φόβοι, σακατεμένα όνειρα, ενοχές. Ακίνητη στο γείσο της ταράτσας. Ακουμπάει τη βαλίτσα δίπλα της και βγάζει τις γόβες αργά όπως για να πλαγιάσεις δίπλα σε σώμα αγαπημένο. Τα πόδια γραπώνουν το τσιμεντένιο κράσπεδο. Η αίσθηση του παγωμένου, ηλεκτρική εκκένωση, ανεβαίνει στη σπονδυλική στήλη και χτυπάει στον αυχένα. Μια βαθειά εισπνοή νυχτερινού αέρα καίει τα πνευμόνια. Τα φώτα της πόλης σπυριά ανίατης αρρώστιας. Μεγαλειώδης αίσθηση. Η μέθη του κενού. Χαράζει. Με τα χέρια τεντωμένα στο πλάι κάνει το πρώτο βήμα πάνω στην αόρατη ευθεία που την ενώνει με το άπειρο. 520