"25th hour" project | Page 488

“25th hour” project τους να έχουν μαλακώσει και ένα φύσημα γαλήνης να αποπνέει γύρω τους, κάποιες θυμωμένες που μέριαζες να περάσουν, από φόβο μην τυχών και το βλέμμα που σου ρίξουν, κάνει την καρδιά σου να παγώσει, και τέλος κάποιες σκυθρωπές, θλιμμένες και με τα μάτια τους φορτωμένα από δάκρυα και πόνο. Τις μέτρησε. Ήταν πολλές, τις ξαναμέτρησε. Ξανά και ξανά και συνέχεια το μετρητικό του δάχτυλο σημείωνε εικοσιτέσσερις. «Οι ώρες! Οι πρώτες, είναι οι μικρές σε ηλικία, τα κοριτσάκια. Έπειτα ακολουθούν οι κοπέλες, οι ώριμες γυναίκες, οι μεσόκοπες μετά και στο τέλος της μέρας οι γιαγιάδες με το ξύλινο μπαστούνι, οδηγό» κατέληξε, χαρούμενος με αυτήν του τη διαπίστωση και το μυαλό του, με τη συνοχή των σκέψεων που το χαρακτήριζε, επενέβη για να του θυμίσει «Και η 25η; Αυτή που λαχταράς να βρεις, δεν ακολούθησε τις αδερφές της; Άρα ούτε τώρα μπορείς να επιβεβαιώσεις την ύπαρξη της…» Η λάμψη της περιέργειας στα μάτια του δεν είχε απομακρυνθεί ακόμη. Θα τις ρωτούσε. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να μάθαινε τελικά αν εκείνη ήταν αληθινή. Έκανε να τις πλησιάσει μα ήταν όλες τους, με κάτι, απασχολημένες. Τους μιλούσε και η φωνή του σαν να μην έφτανε ποτέ στ’ αυτιά τους, αντηχούσε μονάχα στο δωμάτιο και επέστρεφε σ’ αυτόν ως αντίλαλος. Τα παράθυρα ήταν κλειστά. Εκείνος και το δωμάτιο άρχισαν να απομακρύνονται, το καθένα διαγράφοντας πια τη δική του πορεία και γύρω του φάνηκε ένα γνώριμο σκηνικό, το γραφείο του σπιτιού του που πρωτύτερα εκείνος βημάτιζε. Κατάλαβε ότι ήταν ακίνητος και το κεφάλι του ήταν γυρισμένο στο ρολόι του τοίχου. 7 και 35, ενός συνηθισμένου απογεύματος. «Εσύ πρέπει να είσαι η 19η, ε;» την ρώτησε και ένιωσε πως εκείνη τον κοιτούσε τώρα κοροϊδευτικά. Τράβηξε μια καρέκλα και έριξε το κορμί του πάνω της εξαντλημένος. Όλες αυτές οι έντονες σκέψεις, τον είχανε φέρει στα όρια του. Συνέχισε να βλέπει τις ώρες να παρελαύνουν από μπροστά του. 8 και 50, 9 και 20, 10 και μισή, 488