"25th hour" project | Page 38

“25th hour” project την ψυχική του κατάσταση και στο πιο άπειρο μάτι. Κάτι έπρεπε να γίνει και μάλιστα γρήγορα. Ξήλωσε τους καμβάδες και δίπλωσε όλους τους μουσαμάδες έναν έναν. Τους πακετάρισε και ήθελε να τους ξεφορτωθεί αλλά δεν ήθελε να τους πετάξει. Σκέφτηκε το σπίτι του στην Ελλάδα κι αποφάσισε να τους ξαποστείλει εκεί. «Μια χαρά θα βολευτούν στην αποθήκη» σκέφτηκε και χωρίς άλλη καθυστέρηση βρέθηκε στο ταχυδρομικό γραφείο. Μόλις γύρισε στο αδειανό του σπίτι ένιωσε το ίδιο πράγμα που είχε αισθανθεί φεύγοντας από την Ελλάδα, ελαφρύς σαν τον άνεμο κι ελεύθερος. Ήπιε μια γερή δόση αλκοόλ κι έπιασε ένα λευκό καμβά για να ζωγραφίσει. Δεν τα κατάφερε όμως, το αδειανό του σπίτι είχε κάνει και την ψυχή του να αδειάσει. Βγήκε στο δρόμο κι άρχισε να τρέχει χωρίς προορισμό. Για μια φορά ακόμα στη ζωή του ένιωσε πως είχε κάνει λάθος. Ο εξάδερφός του τον βρήκε δυο μήνες αργότερα στο κρατητήριο της αστυνομίας. Είχε χάσει κάθε ίχνος του όλο αυτόν τον καιρό, ήταν λες και είχε ανοίξει η γη και τον κατάπιε. Τον βρήκαν σε άθλια κατάσταση να κοιμάται στα παγκάκια δυο αστυνομικοί, έχοντας στην αγκαλιά του δυο μπουκάλια ουίσκι που είχε κλέψει από μια κάβα. Τον μετέφεραν στο κρατητήριο και ειδοποίησαν τον μοναδικό του συγγενή. Πλήρωσε την εγγύηση και τον πήρε μαζί του. Δεν είπαν πολλά πράγματα, ο Μανώλης άρχισε να κλαίει γοερά. «Τα παιδιά μου…» είπε μονάχα κι ένιωσε την ανάγκη να τα σφίξει στην αγκαλιά του. Ο εξάδερφος τον πήρε στο σπίτι του, τον έκανε πάλι άνθρωπο πετώντας από πάνω του τους δυο μήνες της ζωής που είχε ζήσει ως άστεγος και τον έβαλε στο αεροπλάνο της επιστροφής. Είκοσι δύο μήνες μετά γύριζε στην πατρίδα του με μια έγνοια μόνο, να αγκαλιάσει τα παιδιά του. Η γυναίκα του είχε δείξει τους πίνακές του, χωρίς εκείνος να το ξέρει, σε μια παλιά συμμαθήτριά της, την Άννα, που ασχολούταν με την τέχνη, ήταν κι εκείνη ζωγράφος. Είχε εντυπωσιαστεί με την τεχνοτροπία του Μανώλη κι αποφάσισαν να εκθέσουν τα έργα του. Μια μέρα πριν πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα η έκθεση άνοιξε τις πόρτες της κι ο κόσμος γνώριζε τα έργα του! Όλα πουλήθηκαν σε πολύ υψηλές τιμές, θα εξασφάλιζαν τόσο στον ίδιο όσο και στα παιδιά του μια πολύ πλούσια ζωή. Αλλά εκείνος δεν ήξερε τίποτα, ούτε ευχόταν πια να γίνει πλούσιος, τα παλιά όνειρα που είχε πνίγηκαν στο αλκοόλ και στο νόστο, στην έλλειψη των παιδιών του που τώρα πια λαχταρούσε να πιάσει πάλι στην αγκαλιά του. 38