"25th hour" project | Page 350

“25th hour” project Νικόλας Καραναστάσης | 19.10.2014 Μια σιωπή τύλιξε πάλι τον αέρα. Περιπλανιέμαι μόνη, σκεπτική στην άδεια πόλη. Θέλω να φύγω. Αλλά να πάω που; Τα βήματα αργά, νεκρή ψυχή μέσα σε ένα ζωντανό κορμί. Κλειστά παράθυρα παντού και γκρίζο. Άνθρωποι με κατεβασμένο κεφάλι, περπατούν μόνοι, σαν κάτι να ψάχνουν, σαν κάτι να χάσανε. Σαν να περιμένουν ο δρόμος να τους δώσει την απάντηση. Και αυτός ο δρόμος έχει κάτι μαγικό. Έχει ζήσει επαναστάσεις, πορείες, έρωτα, θάνατο, δάκρυ, μουσικές, χαμόγελα, παιδικά παιχνίδια. Αυτός ο δρόμος έχει κάτι μαγικό. Σου μιλάει, σου φωνάζει φύγε. Μην σε νοιάζει που θα σε βγάλει απλά φύγε, ανέβα στο σώμα μου και πάμε. Δίπλα μου περνάει ξαφνικά μια παράξενη σκιά. Μια πολύ γνώριμη σκιά, ντυμένος στα μαύρα. Κάτω από την μαύρη κουκούλα του το βλέμμα του με καθηλώνει. Τόσο παράξενο. Τόσο γνώριμο. Στέκομαι ακίνητη, σαν ένα αόρατο χέρι να με κρατά. Σαν ο δρόμος να μου φωνάζει, μείνε εδώ. Μην κουνιέσαι, άπλωσε το χέρι σου, αγκάλιασέ τον. Να αγκαλιάσω τι; Έναν άγνωστο; Έναν ακόμη παράξενο ταξιδιώτη, σε ένα ταξίδι μέσα στο σκοτάδι. Ένα ταξίδι να θυμηθεί όσα τρέχει να ξεχάσει. Και όμως είναι τόσο παράξενο αυτό το συναίσθημα. Αυτός ο ξένος. Το άρωμά του, τόσο γνώριμο. Τόσο οικείο. Μου φέρνει στο νου μου εικόνες… Εικόνες παιδιών που τρέχουνε παίζοντας κρυφτό. Σαν την σκιά εκείνου του παιδιού. Θυμάμαι ακόμα εκείνο το καλοκαίρι. Ήτανε Αύγουστος στην πλατεία του χωριού. Θυμάμαι ήτανε η σειρά μου να τα φυλάξω, σε εκείνο το τελευταίο μας κρυφτό. Τον έψαχνα για ώρες… Το ξέρω ήτανε κάπου εκεί δίπλα μου. Κρύφτηκε για πάντα στο μαγικό του κρησφύγετο. Κανείς μας δεν τον είδε από τότε. Σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Κανείς δεν μίλησε ποτέ ξανά για εκείνον. Κανένας δεν θυμάται το όνομά του. 350