"25th hour" project | Page 342

“25th hour” project βαθειά το μαυρισμένο του δέρμα και την πονεμένη του ψυχή- θα ’μενε ’κει για πάντα. Η κόρη τους ήταν οκτώ, ο γιος τους έξι. Όταν θα έβγαινε, θα ήταν είκοσι οκτώ κι είκοσι έξι, θα είχε χάσει τα καλύτερα τους χρόνια. Σαν άλλος Οδυσσέας θα επέστρεφε σε ένα παλάτι ρημαγμένο από μνηστήρες το χρόνο και τη λησμονιά, μα η δικιά του Πηνελόπη ήταν πάλι σήμερα δίπλα του για μια ολόκληρη ώρα. «Τι κάνουν τα παιδιά, Μαρία;» Την ήξερε την έρμη την απάντηση. Τον αναζητούσαν, τον φώναζαν, ήθελαν να τον δουν. Ας έλεγαν οι νόμοι, αυτός θα ήταν πάντα ο πατέρας τους. Σάμπως ξέρουν από αγάπη οι νόμοι; Την πρόσταξε να μην τα φέρει ποτέ εδώ. Της έδωσε ακόμα μια πιο σκληρή διαταγή, να τα προστατέψει από τις γλώσσες του κόσμου, να μην περάσει ποτέ το στίγμα του, γάγγραινα αληθινή, στα παιδιά του, να μην χρειαστεί να σκύψουν ποτέ ντροπιασμένα το κεφάλι, να μην ανοίξουν το βήμα να φύγουν, να μην νιώσουν οίκτο ποτέ τους, για το δικό του άχαρο χατίρι. Κι εκείνη όρθωσε τείχος σωστό και στάθηκε καστροπολεμάρχης απάνω του. «Μπράβο Μαρία, σε ευχαριστώ». Το πρόσωπό του είχε πια χλομιάσει και τα δάχτυλα του είχαν μακρύνει με μια δόση ακαθαρσίας από κάτω τους. Φίλησε τα μάγουλα του κι αρπάξανε φωτιά, σαν εκείνη που έκαιγε μέσα τους σαν πρωτοσμίξανε στο νηφίκιο κρεβάτι τους. Πήρε ένα μικρό νυχοκόπτη κι άρχισε να του περιποιείται τα δάχτυλα. Αν ήταν στο σπίτι, θα αρνιόταν δίχως άλλο· μα εδώ ήταν η μοναδική περιποίηση, η έκφραση της αγάπη της, και δεν ήθελε να τη στεναχωρήσει. Όση ώρα καταπιάνονταν με το ένα του χέρι, αυτός ακουμπούσε στοργικά το άλλο στο κεφάλι της- είχε αρχίσει να πετάει άσπρες τρίχες, ασημοκλωστές στο μαύρο σεντόνι των μαλλιών της. Δυο ήχοι τάραξαν τη σιγαλιά, το κλείσιμο του εργαλείου και το άνοιγμα της πόρτας. Πέρασε κιόλας η ώρα; «Στο καλό Μαρία. Να μου φιλήσεις τα παιδιά». Πέρασε πάλι το διάδρομο και βγήκε στο φως, εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν ελευθερία. Δάγκωσε τα χείλη, κατάπιε κώνειο το δάκρυ, πήρε δυο λεωφορεία και βρέθηκε στο ημιυπόγειο της, πριν γυρίσουν τα 342