"25th hour" project | Page 260

“25th hour” project μέτραγαν κι αυτές. Πάει ο Αύγουστος, πάνε οι διακοπές, μονολόγησε κι άρχισε να κυριαρχείται, αργά αλλά σταθερά, από έναν ιερό θυμό. Ήθελε να φωνάξει, τι να φωνάξει, να τσιρίξει, να κραυγάσει και η κραυγή του να φτάσει μέχρι το διπλανό χωριό, τον Δαφνώνα, ποιο Δαφνώνα, μέχρι την πόλη της Χίου κι ακόμα παραπέρα. Και επειδή σε μια απόμακρη γωνιά του μυαλού του υπήρχε με ανεξίτηλα γράμματα η επιγραφή, συν είκοσι μέρες, συγκρατήθηκε και στριφογύρισε σαν το αγρίμι που ψάχνει τρόπο διαφυγής από το δόκανο που μόλις είχε πιαστεί. Όσο κι αν έψαξε δεν την βρήκε πουθενά. Θρονιάστηκε στο πάτωμα, έφερε τα πόδια του στο στήθος, έβαλε το κεφάλι του πάνω τους και ξέσπασε σε ένα δυνατό και παρατεταμένο κλάμα. Δεν έκλαψε για τον χαμένο χρόνο στο στρατό, δεν έκλαψε για τις διακοπές που έχανε, δεν έκλαψε ούτε καν για το χωρισμό, ένα χωρισμό που τον έβλεπε να έρχεται αναπόφευκτα. Έκλαψε, γιατί για πρώτη φορά στη ζωή του αντιλήφθηκε το αναπόφευκτο τέλος όλων, ακόμα και του έρωτα, που μέχρι πρότινος έσφυζε από ζωή. Συνειδητοποίησε τον ίδιο το θάνατο. Το καλύτερο είναι να μην έρχεσαι στη ζωή. Σοφοκλής νομίζω, μονολόγησε και κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν το όπλο του. Το πήρε στα χέρια του κι ετοιμάστηκε. Η 25η ώρα είχε έρθει. 260