"25th hour" project | Page 213

“25th hour” project Ιφιγένεια-Ειρήνη Τέκου | 17.8.2014 Κάποτε πίστευα πως η μητέρα μου ήταν μια όμορφη νεράιδα με μαγικές δυνάμεις που άλλο δεν ήθελε από το να με προστατεύει από τα βάσανα της παιδικής μου ψυχής. Σκεφτόμουν πως σκαρφάλωνα στην αγκαλιά της και βυθιζόμουν στα μαύρα πυρωμένα σαν το κάρβουνο μάτια της κι έσμιγε η μυρωδιά του μοσχοσάπουνου που ανέδιδε το σώμα της με το φεγγαρίσιο τραγούδι της. Την έβλεπα να προχωρά με τα ντελικάτα αλαφροσάλευτα βήματά της φορώντας σαν πέπλο το αραχνούφαντο μαντήλι της και η καρδιά μου αναπετάριζε με όνειρα και στοργή. Την άκουγα πολλές φορές να τραγουδάει όνειρα ή να ονειρεύεται τραγούδια γεμάτα με ανθρώπους που αγάπησε και πάντα πρωταγωνιστούσα εγώ. Τίποτα άλλο δεν μ ’έκανε πιο ευτυχισμένη απ’ αυτά τα τραγούδια. Τα γευόμουν, τα άγγιζα και τη γνώριζα, και το σφίξιμο στο στήθος με λαχάνιαζε σαν ν ’ανέβαινα δυο δυο τα σκαλιά ακολουθώντας τους ήχους που σάλευαν από μέσα τους. Ένιωθα τη στοργική ηχώ της καρδιά της όντας σίγουρη πως η μοίρα μου ήταν διαλεχτή και ρουφούσα άπληστα τη θησαυρισμένη αγάπη στο βλέμμα της. Μου ‘κανε χώρο στην αγκαλιά της και ταξιδεύαμε μαζί με τον άνεμο φυτεύοντας παραμύθια άνθος άνθος, κι αυτό το μονοπάτι μας δεν είχε τέλος σαν τα μπουμπούκια της χαράς που αναδύονται λιώνοντας τους καρπούς της λύπης. Κι όταν φοβόμουν, παίρναμε κομμάτια από σκέψεις και τις κάναμε λέξεις και μ ’αυτές διώχναμε τα φαντάσματα και τα καρτερικά ξωτικά. Στεκόταν αγέρωχη, με τα μελόξανθα μαλλιά της να αιωρούνται ανάμεσα στο χρόνο και τα νερά. Μια να γελάει και το γέλιο της ν ’ακούγεται σαν το σπάσιμο αστεριών και μια να με μαλώνει με απόηχους σοφίας. Μου’ πιανε το χέρι όταν δε διέκρινα έξοδο στη σκοτεινιά για σχέδια που δεν πρόφτασα να χαράξω, και μου ‘στέλνε συνοδούς δύο διάττοντες αστέρες να μου θυμίσουν πως λησμόνησα το γέλιο, βρυχώντας αμεριμνησία στ’ αυτιά μου. Πολλές φορές λαχτάρησα μια τέτοια μητέρα! Στον ύπνο και στον ξύπνιο μου πάλευα για να τη βρω. Καμπούριαζα στους μικρούς σπασμούς της καρδιάς και τη ζωγράφιζα με το νου διατάζοντας τον εαυτό μου να σβήσει τις άσπλαχνες γραμμές που με λάβωναν. 213