"25th hour" project | Page 140

“25th hour” project Φωτεινή Τέντη | 18.7.2014 Όσο θυμόταν τον εαυτό της, διέσχιζε τις εικοσιτέσσερις ώρες με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Διαρκώς έτρεχε. Προσπαθούσε να τους ξεφύγει, να μην τη φτάσουν, όμως εκείνες ήταν γρηγορότερες και τη νικούσαν. Μετά, έρχονταν και κάθονταν στην πλάτη της και έμεναν εκεί για πάντα. Με τα χρόνια οι ώρες συσσωρεύτηκαν, έγιναν κύρτωμα και εκείνη άρχισε να καμπουριάζει και να γίνεται όλο και πιο δυσκίνητη. Όσο πιο αργή γινόταν, τόσο πιο εύκολα οι ώρες τη νικούσαν στο τρέξιμο και τόσο φορτώνονταν στην πλάτη της. Εκείνο το βράδυ, ξάπλωσε μαζί του για πρώτη φορά. Το βλέμμα του της είχε πει πως η κορμοστασιά της ήταν η πιο όμορφη στον κόσμο. Ενώ την αγκάλιαζε, ένιωσε τα χέρια του να χαϊδεύουν το κύρτωμα στην πλάτη της. Δεν τον ενόχλησε. Την αγκάλιασε πιο σφιχτά. Όταν βυθίστηκαν μαζί στην 25η ώρα, εκείνη κατάλαβε ότι οι ώρες θα έπεφταν πια από το σώμα της και θα απαλλάσσονταν από το βαρύ φορτίο της. Ταξίδεψαν αγκαλιασμένοι σε μια άκρη του σύμπαντος, εκεί που κυκλοφορούν οι ψυχές των νεκρών. Είδαν τις χλωμές ψυχές όσων πέθαναν στα κρεβάτια τους, τις πορφυρές όσων πέθαναν πάνω στον έρωτα και τις δι άφανες των πεθαμένων παιδιών. Οι τελευταίες μοσχοβολούσαν ρόδο κι ήταν πιο ανάλαφρες κι από τον άνεμο. «Θέλεις να πάρουμε ένα διάφανο παιδί;» τη ρώτησε εκείνος. Του έγνεψε καταφατικά και τότε το πιο ανάλαφρο και μυρωδάτο απ’ όλα ήρθε και στάθηκε ανάμεσά τους. 140