"25th hour" project | Page 13

“25th hour” project Εύα Κασιάρου | 18.5.2014 Ο ασπρομάλλης γέρος περπατούσε σκυφτός με το αριστερό χέρι στην τσέπη του και με το δεξί να κρέμεται από τον ώμο του. Με τα δάχτυλά του έπαιζε τις κεχριμπαρένιες χάνδρες νευρικά. Ο δρόμος για το σπίτι του, στην κορυφή του λόφου, ανηφορικός. Ο ιδρώτας έτρεχε στο λαιμό του. Η ζέστη του καλοκαιριού τον έπνιγε. Ξεκλείδωσε τη σιδερένια πόρτα και μπήκε μέσα. Πριν την κλείσει έριξε μια ματιά κάτω στο λιμάνι. Ξάπλωσε με τα ρούχα στο κρεβάτι και κοίταξε τη φωτογραφία τού γάμου του, που κρέμονταν στον απέναντι τοίχο. Καλοκαίρι και τότε. Με νταούλια έφεραν τη νύφη στην εκκλησιά. Οι δύο τους, επέστρεψαν σε αυτό το σπίτι. Ξάπλωσαν ανάσκελα στο σιδερένιο κρεβάτι. Δε γύρισαν να δουν ο ένας τον άλλον. «Καληνύχτα Μαριώ, αύριο φεύγω. Στο επόμενο ταξίδι θα έρθεις μαζί μου». «Καληνύχτα Νικόλα, ότι πεις». Της έπιασε το χέρι και κοιμήθηκαν. Και ήρθε το επόμενο ταξίδι. Ήρθαν και άλλα ταξίδια και αυτή έμεινε επάνω στο λόφο να κοιτάζει το λιμάνι και να περιμένει. Τα γράμματα ερχόταν κάθε τέλος του μήνα. «Πιάσαμε λιμάνι χθες. Είμαι καλά, θα έρθω τον επόμενο χρόνο παραμονές Χριστουγέννων. Με αυτά τα λεφτά να αγοράσεις πάπλωμα να μη κρυώνεις. Ο χειμώνας στο νησί μας είναι δύσκολος, έχει πολλούς αέρηδες. Ο Νικόλας σου» Τα διάβαζε και τα έβαζε στο εικονοστάσι. «Μαριώ τι κάνει ο ναυτικός μας;» «Είναι καλά θείε Μήτσο, θα έρθει του χρόνου». «Άντε να νιώσεις και εσύ ρε παιδί μου την ηδονή του κορμιού και τη γλύκα της συντροφιάς, αράχνιασες. Καλός ο Νικόλας ή να σου βρω άλλον;» «….» έσκυβε το κεφάλι και κοκκίνιζε. 13