"25th hour" project | Page 126

“25th hour” project τραβήχτηκε πίσω στο αβυσσαλέο μαύρο, που κατοικούσε. Η πρώτη καλοκουρδισμένη νότα του εκκρεμούς ξεκίνησε να ηχήσει, μα διακόπηκε απότομα. Ο γέρο Κασπάρ άνοιξε τα μάτια του, κάτω από τον μολυβί ουρανό που σχεδόν ακουμπούσε τις μυτερές κορφές των κτιρίων. Έφερε τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπο του και κοίταξε τα δάκτυλα. Παρατήρησε τις παλάμες και μ’ αυτές άγγιξε το πρόσωπο του. Κοίταξε γύρω του, το κόσμο που πηγαινοερχόταν στην πλακόστρωτη πλατεία. Σήκωσε το πόδι του και πριν προλάβει να στηριχτεί, έπεσε κάτω. Ένας καλοντυμένος κύριος τον πλησίασε και έσκυψε από πάνω του. - Είσαι καλά; Χτύπησες; Ο νεαρός Κασπάρ τον κοίταξε στα μάτια. Κατάλαβε τι εννοούσε, μα δεν γινόταν να του απαντήσει. - Κασπάρ Χάουζερ, του είπε με πολύ προσπάθεια. Ήταν το μόνο που μπορούσε να ανακαλέσει από την μνήμη του. - Χτύπησες; Μπορείς να σηκωθείς; - Κασπάρ Χάουζερ, επανέλαβε. Τότε μόνο είδε τους μεταλλικούς κηδεμόνες που προεξείχαν από τις δερμάτινες μπότες του. Έδεναν λίγο πιο πάνω από τα γόνατα του με την βοήθεια ενός δερμάτινου λουριού. Η κυρία που στεκόταν πάνω από τον κύριο, φάνηκε να λυπάται. - Είναι ανάπηρος... «Όχι, δεν είμαι» σκέφτηκε μα και τούτο δεν μπορούσε να το πει. - Που είναι το σπίτι σου; Θυμήθηκε μια σιδερένια πόρτα … και πολλά σιδερένια κιγκλιδώματα, γύρω του και θόρυβο από τα σίδερα που χτυπάν μεταξύ τους. «Ναι ... και το ταβάνι που έκρυβε τον μολυβί ουρανό, ήταν και αυτό σιδερένιο» -Κασπάρ Χάουζερ. Ο ευγενικός κύριος τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του και η κυρία του έδωσε το μαντήλι της, για να σκουπίσει τις παλάμες του. Τον χαιρέτησαν, χαμογελώντας και συνέχισαν την βόλτα τους. Το μεγάλο ρολόι της 126