"25th hour" project | Page 116

“25th hour” project Μαίρη Μαυρογιαννάκη | 10.7.2014 Αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο κοντινό δάσος. Ήταν ένα όμορφο απόβραδο και οι ευωδιές της επερχόμενης άνοιξης γέμιζαν τον αέρα, που φυσούσε απαλά. Περπατούσε και απολάμβανε τη φύση παίζοντας αφηρημένα μια τούφα από τα εβένινα μαλλιά της. Ξαφνικά άκουσε βήματα. Γύρισε. Πίσω της στεκόταν ένας νέος, μελαχρινός, ψηλός άντρας με μάτια τόσο λαμπερά που δεν άντεxε να τα κοιτά. Ήταν έτοιμη να τρέξει, να χαθεί μέσα στο πυκνό δάσος, κινούμενη από ένα αδιόρατο φόβο μιας παλιάς ανάμνησης. Όμως έμεινε εκεί κοιτάζοντάς τον. Τότε εκείνος την πλησίασε, άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε το μάγουλο με άγγιγμα ανάλαφρο σαν πεταλούδας. Ρίγησε σύγκορμη! Το άγγιγμά του διαπέρασε όλο της το κορμί και φθάνοντας στην ψυχή της, γιάτρεψε όλους τους ανθρώπινους καημούς της: τη θλίψη, την απορία, την επιφυλακτικότητα, το φόβο, τη ντροπή. Ο άγνωστος άντρας της χάιδεψε τα μαλλιά σαν μουσικός που χαϊδεύει τις χορδές μιας άρπας. Άθελά της αναστέναξε και της φάνηκε ότι ο μικρός της αναστεναγμός ήχησε σαν βροντή μέσα στο δάσος. Άκουσε τα πουλιά να πεταρίζουν τρομαγμένα. Όπως τον παρατηρούσε αναρωτήθηκε ποιος είναι. Κυκλοφορούσαν πολλές παράξενες ιστορίες γι’ αυτό το δάσος. Οι συγχωριανοί της έλεγαν ότι κατοικούσαν θεοί. Ίσως κι εκείνος να ήταν ένας θεός του δάσους. Ο δικός της θεός. -Έλα μαζί μου! της είπε χωρίς να μιλήσει. Τον ακολούθησε δίχως δισταγμό απορώντας με τον εαυτό της. Προχώρησαν βαθιά στο δάσος ώσπου έφθασαν στην όχθη ενός μικρού ποταμού, που ήταν καλυμμένη με βελούδινα μούσκλια. Ανθισμένα ρείκια άνοιγαν δειλά τα λουλούδιά τους γεμίζοντας τον αέρα με μεθυστικά αρώματα. Ηράνθεμα έφτιαχναν ένα απαλό στρώμα. Εκεί την οδήγησε. Εκεί πάνω στα ηράνθεμα, έμαθε το απολαυστικό παραλήρημα του έρωτα, δίχως διαμαρτυρία, χωρίς σκέψη, δίχως ντροπή, χωρίς φόβο. 116