"25th hour" project | Page 113

“25th hour” project έρημο πεζόδρομο έξω απ’ το λύκειο. Το πτώμα είχε κοκαλώσει. Παρά ταύτα κατάφερα και τον έβαλα στο πίσω κάθισμα. Πήγα στο σπίτι μιας θείας μου που είχε πεθάνει πριν από μερικές μέρες. Θυμόμουν ότι ο ξάδερφος μου, μου είχε δώσει τα κλειδιά του σπιτιού για να τον βοηθήσω με κάτι πράγματα που ήθελε να πάρει. Εκεί με έθαψα, στην πίσω αυλή με τον ψηλό φράκτη, τα γύρω σπίτια ήταν μονοκατοικίες, δεν θα με έβλεπε κανείς. Ήξερα από τότε ότι το 70% τον φόνων δεν εξιχνιάζονται ποτέ και αυτό γιατί είναι προμελετημένοι, αυτό το 30% που τελικά εξιχνιάζετε είναι κατά κύριο λόγο οι εν βρασμό. Η δολοφονία του εαυτού μου ανήκει μάλλον στην δεύτερη κατηγόρια αλλά δεν με έπιασαν, ούτε και θα με πιάσουν ποτέ για όσα έκανα εκείνο το βράδυ, εκείνο το βράδυ είχα την Κόλαση μαζί μου. Γύρισα σπίτι. Η ώρα ήταν 03:20. Έκανα μπάνιο, ντύθηκα και πήγα να βρω την γυναίκα μου στο μπαρ, που ήταν λίγα τετράγωνα μακριά απ’ το σπίτι μας. Της ζήτησα γονατιστός συγγνώμη με δάκρια στα μάτια. Εκείνο το βράδυ κάναμε έρωτα, είχα ένα χρόνο να κάνω ερωτά μαζί της. Ήταν η πιο ευτυχισμένη βραδιά της ζωής μου. Εκείνη μου είπε πως μετά από καβγά κάνουμε το καλύτερο sex. Τώρα, ένα χρόνο μετά, αυτός με ξανακάλεσε. Είναι περίεργο ώρες, ώρες έχω τύψεις λες και εκείνο το βράδυ σκότωσα έναν τελείως ξένο άνθρωπο. Έφτασα. Βλέπω τον λευκοντυμένο άντρα να στέκετε λίγα μέτρα μακριά μου. Τον πλησιάζω. «Τι θες;» ρωτάω. Χαμογελάει, «Εγώ, τίποτα… Βλέπεις, έχουμε Halloween απόψε και υπάρχουν πράγματα που δεν περνάνε από το χέρι μου», είπε. Νιώθω κάτι να με τραβάει προς τα πίσω με δύναμη πέφτω ανάσκελα, το κεφάλι μου χτυπάει στο έδαφος. Μια μαυροντυμένη φιγούρα με μαύρη κουκούλα και κατά κόκκινα χέρια κάθετε επάνω στο στέρνο μου και με ακινητοποιεί. Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Τυλίγει τα αιματοβαμμένα δάχτυλα του γύρω απ΄ τον λαιμό μου και τον σφίγγει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Δεν μπορώ να δω το πρόσωπο του, το μόνο που μπορώ να διακρίνω είναι η φλογισμένη του ανάσα και δυο μυτερές προεξοχές που μάλλον είναι οι κυνόδοντες του. Σταματάω να τον κοιτάω. Ξέρω ποιος είναι. Ήρθε για να με πάρει μαζί του. Ξέρει ότι τον αναγνώρισα. Στρέφω το βλέμμα μου στον λευκοντυμένο άντρα, το πρόσωπο του είναι η τελευταία εικόνα που θα πάρω μαζί μου στην Κόλαση. Δεν το πιστεύω ότι φέρθηκα τόσο ηλίθια, κατά κάποιο τρόπο είχα την ευκαιρία να σώσω την ψυχή μου απ’ την αρχή αλλά εγώ, εγώ ζήλευα ακόμα και τον ίδιο μου τον εαυτό και τώρα 113